παρακαταβαίνων

παρακαταβαίνων
παρακαταβαίνω
dismount
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρακαταβαίνω — Α 1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο για να πολεμήσω πεζός, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω 2. αποβιβάζομαι από πλοίο 3. προεξέχω στα πλάγια («πήχεις δύο παρακαταβαίνων ἐπὶ τὴν στέγην», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”